- μεσοσαράκοστο
- το, ή μεσοσαρακοστή, η1. το μέσο τής Σαρακοστής2. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοσαράκοσταστο μέσο ή κατά το μέσο τής Σαρακοστής («θα παντρευτούμε μεσοσαράκοστα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + σαρακοστή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοσαράκοστο — το η μέση της Σαρακοστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μισοσαράκοστο — το μεσοσαράκοστο … Dictionary of Greek